- θηλαστικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στο θηλασμό.2. το ουδ. ως ουσ., θηλαστικό (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θηλαστικός — ή, ό [θηλάζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θηλασμό, που τρέφεται με θηλασμό 2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.). τα θηλαστικά (ενν. ζώα) ομοταξία σπονδυλοζώων τών οποίων τα νεογνά τρέφονται με γάλα που θηλάζουν από την μητέρα τους … Dictionary of Greek
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek